άφταιστος

άφταιστος
άφταιχτος, η , ο см. άπταιστος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "άφταιστος" в других словарях:

  • άπταιστος — κ. άφταιστος, η, ο (AM ἄπταιστος, ον) [πταίω] 1. αλάνθαστος, άψογος 2. αθώος νεοελλ. 1. ο χωρίς γλωσσικά σφάλματα 2. (για ενέργεια) άδολος, αγνός αρχ. 1. αυτός που δεν σκοντάφτει 2. ανέπαφος, άθικτος, αναλλοίωτος 3. (για δρόμο) αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»